F-16 σε ελληνική υπηρεσία

Η συνεργασία της Ελλάδας με την Lockheed Martin ξεκίνησε το 1943, όταν αποκτήθηκε το πρώτο σμήνος αεροσκαφών τύπου Martin A-30 Baltimore στις εκδόσεις Mk III, IV και V. Παράλληλα, η εταιρεία έχει προμηθεύσει την πολεμική μας αεροπορία με εκπαιδευτικά αεροσκάφη T-33 στο πλαίσιο του προγράμματος MAP (Military Aid Program - Πρόγραμμα Στρατιωτικής Βοήθειας) μεταξύ των ετών 1951 - 1955, μεταφορικά αεροσκάφη C-130H Hercules και αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3A/B Orion. Η LM συμμετείχε επίσης στο πρόγραμμα δημιουργίας της ΕΑΒ το 1975, ενώ ανέλαβε τον εξοπλισμό των επιθετικών ελικοπτέρων AH-64A+ Apache και των μεταφορικών ελικοπτέρων CH-47DG/SD Chinook με συστήματα κατάδειξης στόχου / νυχτερινής όρασης (TADS/PNVS), συστήματα αυτοπροστασίας ALQ-144 και αντιαρματικά βλήματα Hellfire I/II.

Peace Xenia I

Το Νοέμβριο του 1984, η ελληνική κυβέρνηση εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για την απόκτηση 40 αεροσκαφών F-16 προς αντικατάσταση των F-5A, μία κίνηση που σε συνδυασμό με την παραγγελία 40 Mirage 2000 χαρακτηρίστηκε ως "η αγορά του αιώνα". Η επίσημη συμφωνία αγοράς των αεροσκαφών υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1987 και το πρόγραμμα ονομάστηκε Peace Xenia I. Για την αποπληρωμή τους χρησιμοποιήθηκαν κονδύλια FMS (Foreign Military Sales) και η πρώτη ομάδα F-16C/D παραδόθηκε μεταξύ Νοεμβρίου 1988 και Οκτωβρίου 1989. Πρόκειται για αεροσκάφη Block 30, παρτίδα που προσδιορίζει την ενσωμάτωση του κινητήρα General Electric F110-GE-100 (28000lbs), ενώ το Block 32 προσδιορίζει τη χρήση κινητήρα Pratt & Whitney F100-PW-220 (23770 lbs).

Η επίσημη ένταξη του αεροσκάφους σε υπηρεσία έγινε με την κήρυξη της 330 Μοίρας (Κεραυνός) ως επιχειρησιακή, τον Απρίλιο του 1990, ενω αργότερα συγκριοτήθηκε και η 346 Μοιρα (Ιάσων).

Peace Xenia II

Τον Απρίλιο του 1993, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την προμήθεια 40 επιπλέον F-16 Block 50, ξεκινώντας το πρόγραμμα Peace Xenia II. Το νέο Block φέρει κινητήρα υψηλής απόδοσης General Electric F110-GE-129 (29000lbs) ή κινητήρα Pratt & Whitney F-100 PW-229 (29100 lbs). Το αεροσκάφος διατηρεί το APG-68 στο μοντέλο V5, το σύστημα πλοηγήσεως μέσω δορυφόρου (GPS), το μόντεμ δεδομένων HAVE QUICK II, έγχρωμα MFD 4 ιντσών και εξοπλίζεται με νέο υπολογιστή αποστολών, ψηφιακό σύστημα παρακολούθησης εδάφους, νέα έγχρωμη βιντεοκάμερα και έγχρωμο triple deck βίντεο για την καταγραφή της οπτικής εικόνας που έχει ο πιλότος, βελτιωμένο σύστημα μεταφοράς δεδομένων και εκτοξευτή αερόφυλλων και φωτοβολίδων ALE-47.

Τα πρώτα δύο αεροσκάφη παραδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1997, ένα μήνα νωρίτερα από το σχεδιασμό, ενώ για τον εξοπλισμό τους παραγγέλθηκαν επίσης 24 ατρακτίδια πλοήγησης LANTIRN και 16 ατρακτίδια σκόπευσης. Με το Block 50 και το LANTIRN η Πολεμική Αεροπορία απέκτησε τη δυνατότητα διείσδυσης στον εχθρικό εναέριο χώρο από μικρό ύψος, καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, Επομένως, μπορούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της να πλήξει στόχους βαθιά μέσα στο εχθρικό έδαφος.

Το F-16 και στις δύο εκδόσεις Block 30 και 50 δεν έχει τη δυνατότητα αξιοποίησης αντιπλοϊκών πυραύλων, ενώ και το σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π ASPIS I που ενσωματώθηκε σε αυτά ήταν υποδεέστερο του ICMS 2000Mk.1 των Mirage 2000EG. Αντίθετα, το γαλλικό αεροσκάφος υστερεί σε δυνατότητες εναέρια μάχη πέραν του οπτικού ορίζοντα (BVR), ακόμα και αφού απέκτησε την ικανότητα βολής του ημιενεργού καθοδήγησης Super 530D της Matra. Τόσο τα F-16 Block 30 όσο και τα Block 50 εξοπλίστηκαν με 150 AIM-120B και 82 AGM-88B HARM.

Peace Xenia III

Τον Απρίλιο του 1999 αποφασίστηκε η προμήθεια 50 νέων F-16 Block 52+, με προαίρεση για 10 ακόμη αεροσκάφη που τελικά ενεργοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2001. Tο συνολικό κόστος ανήλθε σε 1.700.000.000 δολάρια, κάτι που σημαίνει ότι η τιμή κάθε αεροσκάφους διαμορφώθηκε σε περίπου 35.200.000.000 δολάρια για την μονοθέσια και 38.400.000.000 δολάρια για την διθέσια έκδοση. Το μοντέλο Block 52+ βασίζεται στο Block 50D/52D με την ενσωμάτωση πολλών συστημάτων από την έκδοση Block 60, ενώ η ελληνική ΠΑ έγινε η πρώτη αεροπορία στον κόσμο που εξοπλίστηκε με αεροσκάφη Block 52+.

Cockpit: 1 - 2

Οι αλλαγές στα ηλεκτρονικά συστημάτων πλοήγησης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα συστήματα:

  • APG-68(V)9 multimode radar
  • πολλαπλό Σύστημα Διανομής Πληροφοριών (MIDS) Link 16
  • ενσωματωμένο επί του κράνους σύστημα παρακολούθησης(JHMCS)
  • γεννήτρια εικόνων με δυνατότητα επέκτασής της
  • σύστημα έγχρωμης οθόνης πολλαπλών λειτουργιών
  • modular υπολογιστή αποστολών
  • σύστημα πολυδιαυλικού ασύρματου με οθόνη εισαγωγής δεδομένων

Ο κινητήρας είναι ο Pratt & Whitney F-100-PW-229(29000lbs) και το ελληνικό F-16C/D Block 52+ μπορεί επίσης να φέρει τον πύραυλο μικρού βεληνεκούς γενικών αποστολών IRIS-T σε συνδυασμό με το σύστημα JHMCS. Είκοσι περίπου αεροσκάφη του διθέσιου μοντέλου θα χρησιμοποιήθηκαν για την εκπαίδευση ενός ειδικού σμήνους κρούσεως μεγάλης εμβέλειας, αφού διέθεταν θάλαμο συσκευών στο ραχιαίο τμήμα, δεύτερο θάλαμο για τον χειριστή των οπλικών συστημάτων και πρόσθετες, σύμμετρες δεξαμενές καυσίμων για μεγαλύτερη εμβέλεια. Οι δεξαμενές αυτές μεταφέρουν 450 επιπλέον λίτρα καυσίμου χωρίς να επιβάλλουν περιορισμούς στη δυνατότητα ελιγμού των αεροσκαφών, όπως οι εξωτερικά φερόμενες, ενώ η μέγιστη ταχύτητα μειώνεται κατά μόλις 5%. Η τοποθέτησή τους μπορεί να γίνει μέσα σε 1 ώρα, η απομάκρυνσή τους απαιτεί 90 λεπτά, ενώ δεν εμποδίζουν κάποια θυρίδα προσιτότητας. Αν και δεν είναι γνωστό πόσες δεξαμενές παραγγέλθηκαν από την πολεμική αεροπορία, ο αριθμός τους θα πρέπει να κυμαίνεται από 20 έως 40.

Τα αεροσκάφη ανήκουν στις 340 και 343 Μοίρες με χαρακτηριστικά κλήσης "Αλεπού" και "Αστέρι" αντίστοιχα και επιχειρούν από την αεροπορική βάση της Σούδας (115 Πτέρυγα Μάχης). Η μία από τις Μοίρες παρέλαβε 14 μονοθέσια F-16C και 16 διθέσια missionized F-16D έχοντας ως κύριο ρόλο την κρούση, ενώ η άλλη εφοδιάστηκε με 26 μονοθέσια και 4 διθέσια με κύριο ρόλο την αναχαίτιση. Η συμφωνία για τα αντισταθμιστικά ωφελήματα υπογράφηκε στις 20 Mαρτίου 2000 και ανέρχεται στο 114% της αξίας της κύριας σύμβασης, ενώ το υποκατασκευαστικό έργο για τις ελληνικές εταιρείες ανέρχεται στο 18% της αξίας της.

Peace Xenia IV

Μπορεί το πρόγραμμα Peach Xenia III να αποτέλεσε την μεγαλύτερη ελληνική παραγγελία F-16 ανεβάζοντας τον αριθμό των αεροσκαφών σε 130, όμως το πρόγραμμα Peach Xenia IV έχει την δική του σημασία, καθώς σηματοδότησε το τέλος των παραγγελιών αεροσκαφών 3ης γενιάς. Στα πρόσθετα χαρακτηριστικά των αεροσκαφών σε σύγκριση με τα F-16 Block 52+ του προγράμματος Peace Xenia III περιλαμβάνονται:

  • Πλήρως εγκατεστημένο και λειτουργικό Προηγμένο Ολοκληρωμένο Σύνολο Αυτοπροστασίας (ASPIS) II
  • Ψηφιακή Καταγραφή Απεικόνισης (DVR) των οθονών Απεικόνισης Πολλαπλής Λειτουργίας (MFD), του HUD, του Διακλαδικού Συστήματος Ένδειξης Τοποθετημένου στην Κάσκα (JHMCS) και του ατρακτιδίου στοχοποίησης, με Προηγμένο Επίγειο Σύστημα Απενημέρωσης
  • Ικανότητα προβολής έγχρωμου κινούμενου χάρτη για αεροναυτιλία, ή στατικών απεικονίσεων
  • Πλήρως εγκατεστημένο και λειτουργικό JHMCS
  • Προηγμένη μηχανική ολοκλήρωση του IRIS-T, με την εισαγωγή τριών πρόσθετων χαρακτηριστικών
  • Προηγμένες ικανότητες για το βλήμα ΑΙΜ-120C-5 AMRAAM
  • Ολοκλήρωση ατρακτιδίου αναγνώρισης και πρόσθετες ικανότητες για τα ατρακτίδια LANTIRN
  • Ζεύξη δεδομένων Link-16 για Ενισχυμένη Επίγνωση Κατάστασης

Η παράδοση των αεροσκαφών ολοκληρώθηκε εντός της διετίας 2008-2009, ενώ η πρώτη πτήση των αεροσκαφών πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2008. Το εκτιμώμενο κόστος της αγοράς ανήλθε σε περίπου 1.100.000.000 ευρώ και έγινε με διακρατική συμφωνία που προέβλεπε αντισταθμιστικά ωφελήματα στο 100% της αξίας της προμήθειας. Περιλαμβάνουν συμφωνίες της κατασκευάστριας εταιρείας Lockheed Martin με την ΕΑΒ για συμπαραγωγή τμημάτων των F-16 στην Ελλάδα, ενώ ανατέθηκε στη χώρα μας ο εκσυγχρονισμός και η συντήρηση περίπου 5.000 στρατιωτικών οχημάτων που οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν στο Ιράκ.

Για την υποστήριξη των αεροσκαφών πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα ενίσχυσης της υποδομής της Πολεμική Αεροπορίας. Πιο συγκεκριμένα, κατασκευάστηκαν σύο υπόστεγα συντήρησης αεροσκαφών τριών θέσεων, για την 335 και την 336 Μοίρα. Κάθε υπόστεγο αποτελείται από κύριο χώρο αεροσκαφών επιφάνειας 1.180 τ.μ., γραφεία, περιμετρικά συνεργεία, μηχανοστάσιο, ηλεκτροστάσιο, κοιτώνες και βοηθητικούς χώρους συνολικής επιφάνειας 1.190 τ.μ. και δάπεδα πρόσβασης αεροσκαφών, 2.076 τ.μ. για την 335 Μοίρα και 3.120 τ.μ. για την 336. Επίσης κατασκευάστηκαν δύο διοικητήρια, για την 335 και την 336 Μοίρα, συνολικής επιφάνειας 1.050 τ.μ. το καθένα. Τέλος, κατασκευάστηκε συνεργείο κινητήρων αεροσκαφών συνολικής επιφάνειας 2.280 τ.μ., που περιλαμβάνει κύριο χώρο υποστέγου 1.390 τ.μ. με δύο γερανογέφυρες διπλού φορτίου, γραφεία, χώρους συνεργείων, μηχανοστάσιο, ηλεκτροστάσιο και βοηθητικούς χώρους 890 τ.μ. και εξωτερικά δάπεδα κυκλοφορίας κινητήρων 1.320 τ.μ.

Γ.Ανδρουλάκης - 13 Απριλίου 2003

Ηλεκτρολόγος Δημήτρης Ανθής