Μαχητικό Mirage 2000

To δελταπτέρυγο Mirage 2000 είναι το βασικό μαχητικό της Γαλλικής Πολεμικής Αεροπορίας που χρησιμοποιείται για αναχαίτιση και αποστολές κρούσης. Τα πρώτα αεροσκάφη παραδόθηκαν το Μάρτιο του 1976 και ενώ το σχήμα τους μοιάζει εξωτερικά με τα Mirage III/5 και 50, πρόκειται για ένα εντελώς νέο αεροσκάφος με εξελιγμένα συστήματα αναχαιτίσεως.

Τα φτερά έχουν το σχήμα χαμηλά τοποθετημένων Δέλτα με κομμένες άκρες και η άτρακτος έχει το σχήμα σωλήνα με οξεία μύτη και καλύπτρα θέσεως πιλότου σε μορφή φυσαλίδας. Το Mirage 2000 εξειδικεύτηκε από την αρχή στις αναχαιτίσεις παντός καιρού και είναι ένα από τα πιο ικανά μαχητικά στον κόσμο με υψηλή ευελιξία στις αερομαχίες. Για τον δευτερεύοντα ρόλο του για προσβολές στόχων εδάφους το Mirage 2000 φέρει πύραυλους, ρουκέτες και βλήματα κατευθυνόμενα από λέιζερ. Τέλος, υπάρχει και το διθέσιο μοντέλο του αεροσκάφους, το 2000N (διείσδυσης), το οποίο διαθέτει δυνατότητα εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων μακράς άφεσης.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚατασκευαστήςDassault Breguet, SNECMA, Thomson-CSF
Συνολικό Μήκος/Πλάτος/Ύψος14,36/9,13/5,20 μέτρα
Βάρος (κενό/μέγιστο)7.500/17.000 κιλά
Εμβέλεια3.704 χιλ (2 δεξαμενές 1.700lt)
Μέγιστη ταχύτητα1,2 (sea level) / 2,2 mach
Αρχικός βαθμός ανόδου17.070 μέτρα / λεπτό
ΚινητήρεςSNECMA M 53 P2/9.7 με μετακαύστη
Μέγιστη ώση159.2 kN (35,800 lb)
Οπλισμός2 πυροβόλα GIAT DEFA 554 30 mm
πύραυλοι MICA, Magic 2, Super 530F, Super 530D Sky Flash
βόμβες: BGL 1000, BM400, BAP 100
πύραυλοι αέρος-επιφανείας: Durandal, Belouga, Armat, Apache, Scalp, AS30L, AM39, ASMP
Έδαφος: 1 - 2 - 3 - 4 - 5 - 6 - 7 - 8 - 9
Αέρας: 1 - 2 - 3 - 4 - 5 - 6 - 7 - 8 - 9 - 10 - 11 - 12
Άλλες: Cockpit - Επισκευές

Η Dassault κατάφερε να μειώσει τα μειονεκτήματα της πτέρυγας δέλτα (υψηλή ταχύτητα προσέγγισης, ανάγκη μεγάλου διαδρόμου προσγείωσης και απογείωσης, αστάθεια σε μεγάλες γωνίες προσβολής) χάρη στα πτερύγια κανάρντ και στην εγκατάσταση ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου πτήσης (Fly-By-Wire), ενισχνύοντας παράλληλα τα πλεονεκτήματα της σχεδίασης. Έτσι, το μεγαλύτερο πάχος της πτέρυγας στη ρίζα της αυξάνει την αντοχή αλλά και τον εσωτερικό διαθέσιμο χώρο για τη μεταφορά μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου, το σκάφος παρουσιάζει μειωμένη οπισθέλκουσα στις υπερηχητικές ταχύτητες και μείωση του πτερυγικού φόρτου, γεγονός που αυξάνει την ευελιξία.

Κατά τη γαλλική παράδοση αναπτύχθηκε και η εξαγωγική έκδοση "Ε" με δυνατότητες πολλαπλών ρόλων, που αγοράστηκε από πέντε χώρες: Ελλάδα (40 Mirage ΕGΜ/BGM), Ινδία (59 Mirage 2000Η5/Η/ΤΗ), Περού (12 Mirage 2000EΡ/DΡ), Αίγυπτο (20 Mirage 2000EΜ/ΒΜ) και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (36 Mirage 2000EΑD/RΑD/DΑD).

Ελληνική παραγγελία

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (ΑΣΕΑ) εισηγήθηκε, μετά από σχετική μελέτη, την αγορά 120 τουλάχιστον νέων μαχητικών αεροσκαφών από τη χώρα μας, με σκοπό τη σταδιακή αντικατάσταση των απαρχαιωμένων F/RF-84F, των F/ΤF-104G και των F/RF-5A, των οποίων η επιχειρησιακή αξία ήταν επικίνδυνα περιορισμένη για τον σύγχρονο αεροπορικό πόλεμο.

Το 1980 το ΓΕΑ ανέλαβε την κατάρτιση μίας μελέτης με σκοπό την επιλογή των υποψηφίων μαχητικών που είτε τελούσαν υπό ανάπτυξη, είτε ήταν διαθέσιμα στην αγορά και που οι βασικές τους προδιαγραφές και επιχειρησιακές δυνατότητες κάλυπταν τις απαιτήσεις που είχε θέσει η ΠΑ. Περί τα μέσα του 1981, το ΓΕΑ είχε ολοκληρώσει και τη διαδικασία των αιτήσεων υποβολής προτάσεων-προσφορών από τους κατασκευαστές των υποψήφιων μαχητικών. Στις αρχές του 1982, το ΚΥΣΕΑ ανέθεσε στο ΓΕΑ την έναρξη διαπραγματεύσεων και οι τελικές προσφορές υποβλήθηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 1983. Τελικά, η Ελλάδα αποφάσισε επίσημα στις 5 Αυγούστου του 1984 την επιλογή 40 αεροσκαφών Mirage 2000 και οι εκπρόσωποι της Dassault δεσμεύθηκαν για την έναρξη των παραδόσεων σε χρονικό διάστημα 30 -το πολύ- μηνών από την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας.

Το «μοίρασμα» της παραγγελίας (καθώς παραγγέλθηκαν και 40 αεροσκάφη F-16) τελικά πέρασε στην ιστορία ως η ελληνική «αγορά του αιώνα» και έγινε -με βάση δηλώσεις του τότε Έλληνα πρωθυπουργού- για καθαρά πολιτικούς λόγους. Χρειάστηκε να περάσει άλλος ένας χρόνος για να υπογραφεί η συμφωνία αγοράς των 40 Mirage 2000, στις 20 Ιουλίου του 1985. Ήταν συνολικού ύψους 192.000.000.000 ελληνικών δραχμών, προέβλεπε την παράδοση 36 μονοθέσιων Mirage 2000EG και τεσσάρων διθέσιων Mirage 2000BG, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 1988 και την ολοκλήρωση των παραδόσεων σε χρονικό διάστημα δυόμιση ετών. Επίσης η συμφωνία προέβλεπε αποπληρωμή σε χρονικό διάστημα δύο ετών.

Τελικά, με βάση δημοσιεύματα του ειδικού και του ημερήσιου Τύπου της εποχής, το συνολικό κόστος της αγοράς των 40 Mirage 2000EG/BG μαζί με τον απαραίτητο επίγειο εξοπλισμό, στόκ ανταλακτικών, τον εξομοιωτή του αεροσκάφους και την εκπαίδευση των χειριστών και των τεχνικών, ανήλθε σε 224.000.000.000 δραχμές (1.600.000.000 δολάρια με ισοτιμία του 1988), ενώ τα πρώτα τέσσερα αεροσκάφη προσγειώθηκαν στην Τανάγρα τον Απρίλιο του 1988. Τα αεροσκάφη εντάχθηκαν στο οπλοστάσιο της ΠΑ το 1988 με τη Σύμβαση "Talos" και χρησιμοποιούνται σε αποστολές αναχαίτισης, αλλά και εναντίον πλοίων με την προσθήκη πυραύλων EXOCET, έχοντας ως βάση τους την 114 Πτέρυγα Μάχης στην Τανάγρα (ανήκουν στις 331 και 332 Μοίρες με χαρακτηριστικά κλήσης "Θησέας" και "Γεράκι" αντίστοιχα).

Προβληματικό ραντάρ RDM

Σε μία προσπάθεια περιορισμού της συνολικής δαπάνης, η Πολεμική Αεροπορία επέλεξε υποσυστήματα υποδεέστερων επιδόσεων σε σχέση με τις βέλτιστες λύσεις που προσέφερε ο κατασκευαστής. Ενδεικτικά, παρόλο που η Dassault Aviation είχε αναπτύξει και προσέφερε το εξελιγμένο ραντάρ RDI, που προοριζόταν κυρίως για αποστολές αναχαιτίσεως και μόλις είχε υιοθετηθεί και από την γαλλική Αεροπορία, το ΓΕΑ προτίμησε το "βασικό" RDM. Το RDM διέθετε διαμορφώσεις για αποστολές αέρος - εδάφους και ήταν ραντάρ πολλαπλού ρόλου, το οποίο όμως δεν χρειαζόταν η ΠΑ εφόσον ήταν σαφές ότι αυτή θα αξιοποιούσε τα Mirage 2000 αποκλειστικώς στην αναχαίτιση. Το RDM προσέφερε περιορισμένες δυνατότητες σε αγώνα αέρος - αέρος και στην εμπλοκή πολλαπλών στόχων, ενώ η αναχαίτισης πέραν του ορίζοντας (BVR) στηριζόταν σε βλήματα ημιενεργής καθοδήγησης ραντάρ Super 5300, όταν η χρήση βλημάτων αυτόνομης καθοδήγησης ήταν πλέον κανόνας. Παράλληλα, στα ραντάρ διαπιστώθηκαν προβλήματα στις επιδόσεις και απαιτήθηκαν τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα η ελληνική πλευρά να διακόψει τις παραλαβές μετά το 28ο αεροσκάφος και να στερηθεί για μεγάλο χρονικό σημαντικό αριθμό αεροσκαφών.

Σύστημα αυτοπροστασίας ICMS 2000

Το Ολοκληρωμένο Σύστημα Αντι-Μέτρων 2000 (Integrated Counter-Measures System: ICMS 2000) σχεδιάστηκε ειδικά για εσωτερική εγκατάσταση στο MIRAGE 2000 και είναι πλήρως συμβατό με το σύστημα ναυτιλίας και προσβολής του αεροσκάφους. Πρόκειται για εξεζητημένο, πλήρως αυτοματοποιημένο και επαναπρογραμματιζόμενο σύστημα που εξασφαλίζει εντοπισμό και έγκαιρη προειδοποίηση για το σύνολο των απειλών ραντάρ, καθώς και αντιμετώπιση επιλεγομένων απειλών με ενεργά ECM και αναλώσιμα αντίμετρα. Το σύστημα διαθέτει πολλαπλές διαμορφώσεις ελεγχόμενες από υπολογιστή για την αντιμετώπιση πολλαπλών απειλών. Το υποσύστημα RWR κατασκευάζεται από την Thomson-CSF και καλύπτει τις ζώνες συχνοτήτων C έως J, ενώ προσφέρεται δυνατότητα επέκτασης στην K-ζώνη. Για τον άμεσο εντοπισμό σημάτων ραντάρ έρευνας, ιχνηλάτησης και ελέγχου βολής χρησιμοποιείται κρυσταλλικός video δέκτης ευρείας περιοχής συχνοτήτων, ενώ υπάρχει επίσης υπερετερώδυνος δέκτης υψηλής ευαισθησίας που λειτουργεί σε δύο διαφορετικές περιοχές συχνοτήτων.

Το ICMS 2000 περιλαμβάνει δύο διαφορετικούς παρεμβολείς: το υποσύστημα παρεμβολής χαμηλών συχνοτήτων είναι κατασκευής Thomson-CSF, ενώ ο παρεμβολέας υψηλής συχνότητας Dassault Electronique ABD 2000 καλύπτει τις ζώνες συχνοτήτων H έως J - 6-20GHz - και σχεδιάστηκε για αυτόνομη και αυτόματη λειτουργία. O χρόνος αντίδρασης του συστήματος είναι 0,7 sec από τον εντοπισμό της απειλής μέχρι την έναρξη αντιμέτρων. O παρεμβολέας μπορεί να αντιμετωπίσει πολλαπλές προηγμένες απειλές περιλαμβανομένων Radar ευελιξίας συχνοτήτων, συνοχής παλμών και PD χρησιμοποιώντας τεχνικές θορύβου σημείου ή φραγμού, παλμού κάλυψης (cover pulse) και παραπλάνησης ταχύτητας. Οι βιβλιοθήκες απειλών των τριών υποσυστημάτων είναι ανεξάρτητες, υπό τον έλεγχο της μονάδας διαχείρισης και συμβατότητας του ICMS 2000 που συγκρίνει τα δεδομένα τους και καθορίζει την προτεραιότητα αντιμετώπισης απειλών. Τέλος το ICMS 2000 περιλαμβάνει το σύστημα διανομής Matra SPIRALE που αποτελείται από 4 μονάδες εκτόξευσης αεροφύλλων εγκατεστημένες ανά ζεύγη εκατέρωθεν του ακροφυσίου με 16 φυσίγγια συνολικά, καθώς και από 2 μονάδες με 16 θερμοβολίδες συνολικά.

Mirage 2000 vs F-16

Το Mirage 2000EG μειονεκτεί έναντι του F-16C Block 30 ως προς:

  • το ραντάρ RDM – 3 που απο πλευράς λειτουργικών διαμορφώσεων, επιδόσεων και δυνατοτήτων είναι κατώτερο του AN/APG-68. Το αμερικανικό ραντάρ καθιστά το F-16 πραγματικό μαχητικό διπλού ρόλου, μια εξέλιξη που επιτεύχθηκε με τα Mirage 2000-5 και το ραντάρ RDY
  • τον κινητήρα Μ53-Ρ2, που τόσο τεχνολογικά όσο και από πλευράς απόδοσης είναι κατώτερος του F110 της General Electric. Ο τελευταίος εξασφαλίζει στο F–16 καλύτερη επιτάχυνση και επομένως καλύτερες επιδόσεις ανόδου και ταχύτητας, μαζί με σημαντικά μεγαλύτερες δυνατότητες εισόδου σε μία εμπλοκή και διαφυγής από αυτή

Το Mirage 2000EG πλεονεκτεί έναντι του F-16C Block 30 ως προς:

  • την ικανότητα σε κλειστή εμπλοκή, καθώς ο ανώτερος στιγμιαίος βαθμός στροφής του αεροσκάφους επιτρέπει στους Έλληνες ιπταμένους να παίρνουν την ουρά του αντιπάλου από τα πρώτα της δευτερόλεπτα, αμέσως μετά το merge
  • την δομή του αεροσκάφους που είναι πολύ πιο συμπαγής, τόσο λόγω της πτέρυγας Δέλτα, όσο και λόγω της "συγχώνευσης" ατράκτου – πτέρυγας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Mirage 2000 δεν χρειάστηκαν καμία δομική αναβάθμιση στα 34 χρόνια υπηρεσίας του τύπου
  • το σύστημα αυτοπροστασίας ICMS 2000Mk.1, που μετά την ενσωμάτωση του το 1996 έκανε πολύ δύσκολο τον εγκλωβισμό του αεροσκάφους σε εμπλοκές BVR, λόγω του πολύ ισχυρού και αποτελεσματικού παρεμβολέα του. Η προσθήκη αυτή αντιστάθμισε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις υποδεέστερες επιδόσεις του ραντάρ RDM-3

Παρά το γεγονός ότι το Mirage 2000 κατασκευάστηκε σε πολύ λιγότερα αντίτυπα σε σχέση με το F-16 (σε αναλογία σχεδόν το 1 προς 10), το κόστος της εκμετάλλευσης και υποστήριξης του πρακτικά αποδείχθηκε ελάχιστα μεγαλύτερο.

Τα Mirage στην ελληνική ΠΑ

Στις 11 Αυγούστου 1989, ιδρύθηκε η 332 ΜΠΚ στην 114 ΠΜ (Τανάγρα), φέροντας τον κωδικό κλήσης "Γεράκι", και στεγάστηκε στις εγκαταστάσεις που κατείχε η 334 Μοίρα που μεταγκαταστάθηκε στην 126 ΣΜ στο Ηράκλειο Κρήτης. Την 1 Νοεμβρίου 1989, η Μοίρα παρέλαβε τα πρώτα 14 μαχητικά της αεροσκάφη (10 μονοθέσια και 4 διθέσια), ενώ στις 15 Ιουλίου 1990 η αρχική εκπαίδευση ολοκληρώθηκε και έγινε ανακατανομή των πιλότων και των τεχνικών έτσι ώστε οι δύο Μοίρες να είναι στο ίδιο επίπεδο από πλευράς έμψυχου δυναμικού. Το Νοέμβριο του 1990, η Μοίρα αξιολογήθηκε με επιτυχία από το ΑΤΑ και κηρύχθηκε επιχειρησιακή, οπότε και άρχισε την διενέργεια αποστολών αναχαίτισης και καθηκόντων επιφυλακής πάνω από το Αιγαίο.

Με την παραλαβή των βλημάτων αέρος-αέρος Matra Super 530D και την ενσωμάτωση του σύγχρονου συστήματος αυτοπροστασίας Integrated Counter Measures System (ICMS), το Μ-2000 αναδείχθηκε ως το πλέον ολοκληρωμένο αεροπλάνο της Πολεμικής Αεροπορίας της εποχής του.

Απόσυρση των μη αναβαθμισμένων Mirage

Τα μαχητικά Mirage 2000EGM/BGM που δεν αναβαθμίστηκαν σε -5 υπηρέτησαν με αξιώσεις σε ρόλους ΤΑΥΝΕ, κάνοντας χρήση του πυραύλου αέρος - επιφανείας AM39 Exocet Block II. Ωστόσο, η επιχειρησιακή διαθεσιμότητα των 37 εναπομεινάντων πυραύλων (που παραγγέλθηκαν το 1999) υπήρξε εξαιρετικά αμφίβολη, καθώς σχετικα προγράμματα επαναπιστοποίησής τους ανακοινώθηκαν αλλά δεν προχώρησαν ποτέ! Παρόλα αυτά, το Νοέμβριο 2020 ο ΥΕΘΑ Νίκος Παναγιωτόπουλος ανάφερε πως "σε ό,τι αφορά στην υποστήριξη των πυραύλων AM-39 EXOCET, αυτή Πρόκειται να συμπεριληφθεί στη σύμβαση προμήθειας όπλων για τα υπό προμήθεια Α/Φ RAFALE". Δεν γνωρίζουμε, αν στην ιδια σύμβαση οι Γάλλοι θα προσφέρουν την πολυαναμενόμενη αναβάθμιση στα Mirage 2000-5Mk2, έτσι ώστε και αυτά να συνεισφέρουν στην ναυτική κρούση.

Τον Ιούλιο του 2022 ανακοινώθηκε ότι, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία για την προμήθεια των Rafale, τα 18 μαχητικά αεροσκάφη Mirage 2000EGM/BGM, μαζί με 22 αεροκινητήρες, τον εξοπλισμό εδάφους και τα ανταλλακτικά τους επιστρέφονται στην Dassault Aviation, αποφέροντας 117.000.000 ευρώ στα κρατικά ταμεία. Τα σχέδια αυτά δε φαίνεται πιθανό να υλοποιηθούν, καθώς το ποσό αυτό αποτελούσε καθαρά εκτίμηση αξίας ελληνικής πλευράς και θα προσδιοριζόταν ουσιαστικά μετά από διαπραγμάτευση μεταξύ της ΓΔΑΕΕ και Dassault Aviation. Τα αεροσκάφη βρίσκονται εκτεθειμένα σε υπαίθριο χώρο, ανενεργά και η αξία τους έχει συρρικνωθεί δραστικά, με αποτέλεσμα ένα αντίτιμο της τάξεως των 10.000.000 ευρώ για το σύνολο του πακέτου των 18 αεροπλάνων να θεωρείται σήμερα πιο ρεαλιστικό!

Σε θεωρητικό επίπεδο και πριν την ολοκληρωτική απαξίωσή τους, τα αεροσκάφη αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε ρόλους αστυνόμευσης του FIR Αθηνών, υπό την προϋπόθεση ότι θα είχε πιστοποιηθεί σε αυτά η χρήση του πυραύλου αέρος – αέρος μέσης ακτίνας (BVR), MICA IR. Η Πολεμική Αεροπορία είχε αποπειραθεί παλαιότερα (2011-2012) να ενσωματώσει το όπλο χωρίς όμως επιτυχία, κάτι που σημαίνει ότι το σχετικό πρόγραμμα θα απαιτούσε την επένδυση σημαντικου ποσού χρημάτων. Παράλληλα, ακόμη και η χρήση των R550 Magic II τέθηκε σε αμφιβολία, καθώς και εδώ τα σχετικά προγράμματα πιστοποίησης δεν προχώρησαν ποτέ και οι 302 πύραυλοι του τύπου είχαν αμφισβητήσιμη επιχειρησιακή αξία. Η δε κατασκευαστρια εταιρεία δήλωσε αδυναμια υποστήριξης των αεροσκαφών το Νοέμβριο 2020.

Παρόλα αυτά, αξιζει να σημειώσουμε ότι τα Mirage 2000EGM/BGM είναι εξοπλισμένα με το δεύτερο καλύτερο ολοκληρωμένο σύστημα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου (Η/Π) σε υπηρεσία στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας. Το ICMS 2000 Mk.1, που είναι αναβαθμίσιμο σε Mk.3, μπορεί να “τυφλώνει” τα πάντα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και τα μαχητικά μπορούν να αξιοποιηθούν σε ρόλους ELINT/SIGINT (ηλεκτρονικής επιτήρησης και υποκλοπών), εφόσον γινόταν πιστοποίηση σε αυτά του ατρακτιδίου ASTAC. Η Πολεμική Αεροπορία προμηθεύτηκε το 2002 τρία τέτοια ατρακτίδια, με τα οποία εξόπλισε τα γηραιά RF-4E της 348 Μοίρας Τακτικής Αναγνώρισης για χρονικό διάστημα 13 περίπου ετών.

Γ.Ανδρουλάκης - 09 Φεβρουαρίου 2003

Ηλεκτρολόγος Δημήτρης Ανθής