Συνθήκη μείωσης εξοπλισμών (CFE)

Η Συνθήκη Μείωσης Συμβατικών Εξοπλισμών στην Ευρώπη (Conventional Armed Forces in Europe - CFE) τέθηκε υπό διαπραγμάτευση και υπογράφτηκε κατά τα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η τελική επικύρωσή της έγινε στις 19 Νοεμβρίου 1990, εξουδετερώνοντας την μέχρι τότε συντριπτική ποσοτική υπεροπλία της Σοβιετικής Ένωσης σε συμβατικά όπλα στην Ευρώπη, θέτοντας όρια στον αριθμό αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων, πυροβολικού, μαχητικών αεροσκαφών και επιθετικών ελικοπτέρων του ΝΑΤΟ και των χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Treaty Limited Equipment (TLE)

Οι συνομιλίες Mutual and Balanced Force Reduction (MBFR) μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της ΕΣΣΔ και άλλων μελών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας ξεκίνησαν το 2973 στην Βιέννη. Στόχος ήταν να επιτευχθεί συμφωνία για τη μείωση των στρατευμάτων και των εξοπλισμών στην Κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Μπενελούξ, της Ανατολικής Γερμανίας, της Δυτικής Γερμανίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. Οι πλευρές κατέληξαν σε μια προκαταρκτική συμφωνία για μείωση του αριθμού των χερσαίων στρατευμάτων σε 700.000 σε κάθε πλευρά και των στρατευμάτων της αεροπορίας σε 200.000.

Οι συνομιλίες δεν κατέληξαν σε συμφωνία, όμως τον Απρίλιο-Ιούνιο του 1986 η ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ζήτησαν μειώσεις σε όλη την Ευρώπη και τον Δεκέμβριο του 1986, το ΝΑΤΟ πρότεινε τη δημιουργία ενός νέου φόρουμ διαπραγματεύσεων που θα αντικαθιστούσε το MBFR και θα συζητούσε νέες μειώσεις σε όλη την Ευρώπη. Έτσι, η Επιτροπή για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (CSCE) συνήλθε στη Βιέννη (1986-1989) και ενέκρινε εντολή για νέες διαπραγματεύσεις, που στις 2 Φεβρουαρίου 1989 ολοκληρώθηκαν και στις 9 Μαρτίου 1989 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για τη CFE.

Στις 19 Νοεμβρίου 1990, υπογράφηκε στο Παρίσι η Συνθήκη CFE, κύριος στόχος της οποίας ήταν να μειώσει την πιθανότητα αιφνιδιαστικής ένοπλης επίθεσης και την πυροδότηση μεγάλων επιθετικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη. To NATO και οι χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας περιορίστηκαν σε:

  • 20.000 άρματα μάχης
  • 30.000 τεθωρακισμένα οχήματα (όχι περισσότερα από 27.300 σε ενεργές μονάδες), εκ των οποίων το πολύ 18.000 μπορούν να είναι τεθωρακισμένα οχήματα μάχης (ΤΟΜΑ)
  • 20.000 μονάδες βαρέως πυροβολικού (17.000 σε ενεργές μονάδες)
  • 6.800 μαχητικά αεροσκάφη
  • 2.000 επιθετικά ελικόπτερα

Επιπρόσθετα, η CFE απαγορεύει σε οποιοδήποτε κράτος την κατοχή πάνω του 1/3 του υπό περιορισμό εξοπλισμό (TLE), ενώ προβλέπει ότι τα οπλικά συστήματα που δεν βρίσκονται σε ενεργές μονάδες θα τοποθετούνται σε καθορισμένους μόνιμους χώρους αποθήκευσης και κάθε Κράτος Μέρος πρέπει να παρέχει ενημέρωση για τα μέγιστα επίπεδα των όπλων και εξοπλισμού του. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να παρέχουν κοινοποιήσεις και να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους, ενώ δίνεται το δικαίωμα σε κάθε κράτος να διενεργεί επιθεωρήσεις και να αποδέχεται τέτοιες επιθεωρήσεις. Ως συνέπεια, οι 30 χώρες-μέλη της CFE εξάλειψαν πάνω από 51.000 μονάδες TLE από το οπλοστάσιά τους, αφού τέθηκαν τελικά ξεχωριστά όρια για κάθε χώρα-μέλος.

Εννέα χρόνια μετά την υπογραφή της, οι 30 χώρες-μέλη προσάρμοσαν τις διατάξεις της στα νέα δεδομένα, δηλαδή στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου (19 Νοεμβρίου 1999). Η νέα συμφωνία αντικαθιστά την παλαιά με εθνικές και εδαφικές οροφές οπλικών συστημάτων.

Τι προβλέπει η CFE για την Ελλάδα;

Στo πλαίσιo της συνθήκης για τη μείωση των συμβατικών εξοπλισμών στην Eυρώπη, η Eλλάδα συμφώνησε ότι οι εξοπλισμοί της, από αριθμητική άποψη, δεν θα υπερβαίνουν τα 1.735 άρματα μάχης, 2.498 τεθωρακισμένα οχήματα, 1.920 πυροβόλα, 30 επιθετικά ελικόπτερα (για το έτος 2000) και 650 μαχητικά αεροσκάφη. Το δε μέγιστο επίπεδο προσωπικού για το Στρατό Ξηράς και την Πολεμική Αεροπορία δεν θα ξεπερνά τους 158.621 άνδρες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ μετά την υπογραφή της συνθήκης πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναγκάστηκαν να εξαλείψουν μεγάλο μέρος του οπλοστασίου τους, η Ελλάδα εξασφάλισε πολύ υψηλές οροφές για τα οπλικά της συστήματα, με αποτέλεσμα να δεχθεί τεράστιες ποσότητες υλικού (άρματα μάχης, μονάδες πυροβολικού, οχήματα υποστήριξης κλπ), κυρίως από την Γερμανία και τις ΗΠΑ. Με την υπογραφή της συνθήκης CFE και την παραχώρηση πλεονάζοντος υλικού από τις συμμαχικές χώρες, ο ελληνικός στρατός κατάφερε να ανανεώσει το αρματικό του δυναμικό και να αποσύρει παλαιότερους τύπους με ελάχιστη επιχειρησιακή αξία.

Από την άλλη πλευρά, η καθιέρωση ανώτατης οροφής 1.735 αρμάτων μάχης έναντι υπερδιπλάσιου αριθμού τουρκικών αρμάτων -τα οποία δεν υπόκεινται σε αριθμητικούς περιορισμούς λόγω της ζώνης εξαίρεσης από τη συνθήκη CFE- επέβαλλε τη μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τον τομέα της ποιότητας.

Απόσυρση από την συνθήκη CFE

Το 2007 η Ρωσία αποχώρησε από τη συνθήκη διαμαρτυρόμενη για την αντιπυραυλική ασπίδα που σχεδίαζαν οι ΗΠΑ. Έτσι το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν λαμβάνουν πλέον από τις 15 Δεκεμβρίου 2007 καμία πληροφορία για τις συμβατικές δυνάμεις της Ρωσίας και η χώρα αυτή αποσύρθηκε επίσημα από τη συνθήκη CFE στις 7 Νοεμβρίου 2023. Μετά την απόσυρση της Ρωσίας, οι ΗΠΑ ανέστειλαν την εφαρμογή της συνθήκης.

Τον Απρίλιο 2024, η Τουρκία αποφάσισε επίσης να αναστείλει την εφαρμογή της συνθήκης CFE, σηματοδοτώντας μια σημαντική αλλαγή στην εθνική της πολιτική. Σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης, κάθε χώρα υποχρεούται να ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για την ανάπτυξη και την τοποθεσία των συμβατικών της όπλων, σε ένα πνεύμα αμοιβαιότητας. Αν και η Τουρκία είχε επιτύχει στην ΝΑ περιοχή της χώρας ένα καθεστώς εξαίρεσης, όπου μπορούσε να διατηρεί επιπλέον υλικό, πλέον έχει την δυνατότητα να αναπτύξει συμβατικά όπλα και δυνάμεις οπουδήποτε στο έδαφός της και σε οποιαδήποτε ποσότητα επιθυμεί, άνευ ουδενός περιορισμού και χωρίς την ανάγκη ενημέρωσης άλλων κρατών.

Γ.Ανδρουλάκης - 22 Απριλίου 2001

Ηλεκτρολόγος Δημήτρης Ανθής